- τριτημοριαῖος
- τρῐτημορι-αῖος, α, ον, = sq.,A
δίεσις Aristid.Quint.1.9
, cf. Apollod. Poliorc.162.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίεσις Aristid.Quint.1.9
, cf. Apollod. Poliorc.162.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτημοριαίος — αία, ον, Α τριτημόριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτημόριος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
τριτημοριαίᾳ — τριτημοριαίᾱͅ , τριτημοριαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)